μυροποιείο

μυροποιείο
το
εργοστάσιο ή εργαστήριο που παρασκευάζει αρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυροποιείο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο τού μυροποιού, το αρωματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. μυροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”